- υιός
- οτο αρσενικό παιδί, ο γιος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υἱός — huihus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἷος — υἱός huihus masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑίος — υἱός huihus masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… … Dictionary of Greek
Υιός του ανθρώπου — Αυτοχαρακτηρισμός του Ιησού στα ευαγγέλια. Ο λόγος για τον οποίο χρησιμοποίησε τον όρο αυτό είναι αντικείμενο πολλών ερμηνειών των σχολιαστών των κειμένων της Καινής Διαθήκης. Μερικοί υποστηρίζουν ότι με τον όρο αντικαθιστά τη λέξη «εγώ», άλλοι… … Dictionary of Greek
ὑέων — υἱός huihus masc gen pl ὑέω̆ν , υἱός huihus masc gen pl υἱός huihus masc gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱεῖς — υἱός huihus masc acc pl υἱός huihus masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱοῖν — υἱός huihus masc gen/dat dual (attic epic doric) υἱός huihus masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱέων — υἱός huihus masc gen pl υἱέω̆ν , υἱός huihus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑεῖς — υἱός huihus masc acc pl υἱός huihus masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)